Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους -τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους.
Σέρεν Κίρκεγκορ, 1813-1855, Δανός φιλόσοφος
Ανθρώπινες σχέσεις. Θέμα πραγματικά δύσκολο. Ένα θέμα, το οποίο κατά την προσωπική μου άποψη, προσεγγίζεται περισσότερο βιωματικά παρά επιστημονικά. Όταν η ίδια η επιστήμη της Ψυχολογίας στα έδρανα της, διστάζει να προσεγγίζει τον άνθρωπο ως δεδομένο, αλλά ως κάτι μοναδικό και ξεχωριστό, πόσο πιο δύσκολο αλήθεια είναι να προσεγγίσει κανείς τις ανθρώπινες σχέσεις, την δυναμική δηλαδή δυο ξεχωριστών ανθρώπων, σαν κάτι για το οποίο υπάρχουν καλούπια. Είναι τρομαχτικές οι παράμετροι οι οποίες μπορούν να δημιουργηθούν. Με το συγκεκριμένο άρθρο λοιπόν, δεν επιθυμώ να »δώσω οδηγίες», αντιθέτως θα έλεγα. Με το συγκεκριμένο άρθρο, θα ήθελα να προβληματίσω, να καταθέσω μια άποψη και να αυξήσω την πολυπλοκότητα, να δώσω τροφή για σκέψη.
Οι σχέσεις για τις οποίες θα ήθελα να μιλήσω, είναι κυρίως οι ερωτικές σχέσεις. Δεν χρειάζεται να είσαι Ψυχολόγος για να έχεις ακούσει έστω και μια φορά στη ζωή σου ότι οσύζυγος/ φίλος/ σύντροφος μου, δεν με καταλαβαίνει, ή ότι η σύζυγος/ κοπέλα/ φίλη μου, αδιαφορεί. Δεν είναι μόνο η πολυθρόνα ενός Ψυχολόγου, η οποία φιλοξενεί ξεσπάσματα ανθρώπων με παράπονα για τον άνθρωπό τους, είναι και η καρέκλα του κομμωτηρίου, το σταντ της καφετέριας, η ουρά στο ταχυδρομείο, ο χώρος μπροστά από το πάγκο στη λαϊκή. Παράπονα, γκρίνιες, και κατηγορώ, τα οποία εκτοξεύονται αφιλτράριστα, άλογα και με την ίδια ευκολία θα έλεγε κανείς, όσο η αγανάκτηση για τα καθημερινά νέα μέτρα και χαράτσια. Έχουμε όμως ποτέ αναλογιστεί την επικινδυνότητα αυτής μας της αγανάκτησης? Έχουμε μπει ποτέ σε διαδικασία να σκεφτούμε τι αποτελέσματα μπορεί να έχει όλο αυτό;
Κάθε ερωτική σχέση είναι μια δυναμική των δύο ανθρώπων. Ως εκ τούτου, για να μπορέσει η σχέση να κρατηθεί όρθια, χρειάζεται προσπάθεια και από τους δύο. Ένα παράδειγμα το οποίο μου αρέσει να αναφέρω στις συνεδρίες, είναι το ότι οι σχέχεις είναι σαν τις γέφυρες. Μια γέφυρα έχει κολώνες και από την μία και από την άλλη μεριά του γκρεμού. Ανάλογα με το πόσο σταθερές είναι αυτές οι κολώνες, τόσο σταθερή θα είναι και η σχέση. Αν έστω οι κολώνες, από τη μια μονον πλευρά μπαλατζάρουν και δεν είναι καλά στερεωμένες, όσο σταθερή και να είναι η άλλη πλευρά, η γέφυρα είναι καταδικασμενη να μην αντέξει. Δεν θέλουμε λοιπόν να έχουμε μόνο τη μια πλευρά σταθερή. Κάτι τέτοιο, όχι μόνο είναι άχρηστο αλλά αντιθέτως είναι και επικίνδυνο, καθώς θα δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι μιλάμε για μια προσπελάσιμη γέφυρα. Το ζητούμενο είναι να έχουμε και τις δυο πλευρές γερές και στέρεες, ούτως ώστε η γέφυρα να μπορεί να στέκεται σαν ένα ασφαλές πέρασμα για όποιον θελήσει να την διαβεί. Ακριβώς το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τις σχέσεις. Οι κολώνες από την μία και από την άλλη μεριά του γκρεμού, είναι οι μέτοχοι της σχέσης . Είναι τα άτομα τα οποία αποφασίζουν να χτίσουν μαζί μια γέφυρα, ένα ασφαλές πέρασμα μεταξύ τους, μια σχέση. Αν δεν είναι και οι δύο καλά, η μεταξύ τους γέφυρα θα καταρεύσει, η σχέση θα καταστραφεί. Οφείλουν λοιπόν, ο καθένας από τους δύο να δει τα δικά του θεμέλια, να κρίνει το πόσο γερά και σταθερά είναι και να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις στο πέρασμα των χρόνων.
-Ωραία, θα πει κάποιος…Αν εγώ όμως έχω κάνει ότι μπορώ και έχω φτιάξει τις δικές μου βάσεις και ο άνθρωπός μου δεν κοιτά για τα δικά του? Τι γίνεται τότε? Δεν είναι να παραπονεθώ;
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας, ότι από τη στιγμή που μπαίνουμε σε διαδικασίες να παραπονιόμαστε δεξιά και αριστερά για τον άνθρωπο μας, είναι η άμεση απόδειξη ότι και από τα δικά μας θεμέλια, από τα δικά μας κολωνάκια, λείπουν δομικά υλικά. Υλικά όπως η υπομονή, η κατανόηση, η αποδοχή. Έπειτα, όταν μια γέφυρα δεν είναι γερή την κλείνουμε για επισκευές, δεν αφήνουμε κόσμο να σουλατσάρει επάνω της, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να καταρρεύσει από το βάρος. Έτσι, και όταν μια σχέση δεν πάει πολύ καλά, πρέπει να φροντίζουμε για την επισκευή της και όχι να μπαίνουμε σε μια διαδικασία ψυχολογικού κατακερματισμού της, δίνοντας την “στεγνά” δεξιά και αριστερά. Με αυτό το τρόπο, το μόνο το οποίο θα καταφέρουμε είναι να την επιβαρύνουμε όλο και περισσότερο.
-Και αν όντως έχω κάνει τα πάντα; Τι γίνεται τότε;
Αν όντως θεωρούμε ότι έχουμε κάνει τα πάντα τότε ίσως είναι η ώρα να κλείσουμε τη γέφυρα… Αλλά πριν βιαστεί κανείς να βγάλει συμπεράσματα, θα ήθελα να να σκεφτεί και το εξής… Η Αγάπη πάντα βρίσκει ένα τρόπο, η Αδιαφορία πάντα ψάχνει μια δικαιολογία.