Σηκώνεσαι από τις έξι, ετοιμάζεις πρωινά, τσάντες, βιβλία, τετράδια. Να έχεις ρούχα σιδερωμένα καθαρά, να τους ξυπνήσεις έναν-έναν, γλυκά-γλυκά, να πλύνουν μούτρα, δόντια, να ντυθούν. Να είναι στην ώρα τους στα σχολεία και στις δουλειές τους και να τους πας εσύ αν χρειαστεί…

Έπειτα, εξωτερικές δουλειές, ψώνια, τράπεζες, λογαριασμούς. Να προλάβεις να γυρίσεις σπίτι γρήγορα, να σκουπίσεις, να σφουγγαρίσεις, να πλένεις, να ξεσκονίσεις, να ετοιμάσεις φαγητό.

Μεσημέριασε και άντε να τους μαζέψεις όλους πάλι, να τους ετοιμάσεις το τραπέζι, να στρώσεις, να σερβίρεις, να ταΐσεις άμα χρειαστεί, να πλύνεις, να καθαρίσεις πάγκους και κουζίνες.

Πιάνει απόγευμα και να σου διαβάσματα, να σου φροντιστήρια, να σου δραστηριότητες…Έκανες έναν καφέ, αλλά δεν πρόλαβες να πιείς γουλιά, γιατί έπρεπε να κάνεις το δάσκαλο, το γιατρό, το ψυχολόγο, τον αστυνομικό, τον δικαστή, τον διαιτητή σε όλα τα ‘’μαμά’’ τα οποία άκουγες να λένε.

Μέσα σε όλον αυτό τον πανικό, έχεις και σίδερο, πλυντήρια, απλώματα, παράθυρα, παντζούρια, ντουλάπες, δωμάτια, μπαλκόνια και φυτά…

Να τα μπανίσεις, να τα ταΐσεις άλλη μια φορά, να τους πεις τραγουδάκια, παραμύθια, να τα βάλεις στα κρεβάτια τους για να κοιμηθούν…

Έχει πάει, δέκα, έντεκα, πέφτεις ημιλιπόθυμη στον καναπέ, ανοίγει η πόρτα και ακούς και μια φωνή: ‘’μα καλά, τι έκανες όλη μέρα;’’

 

Και αν ρωτήσω, ‘’εργάζεσαι;’’, μου απαντάς χωρίς δεύτερη σκέψη: ‘’Όχι’’.

Σε παρακαλώ από καρδιάς, εκτίμησε τουλάχιστον τα όσα κάνεις…

 

Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος

Ψυχολόγος M.Sc.