Μου είπες ότι προσπάθησες. Προσπάθησες να μιλήσεις αλλά ήσουν μόνον 6 χρονών. Δεν σε πίστεψαν μου είπες. Και έπεισες τον εαυτό σου και εσύ, πως στη φαντασία σου είναι.
Μου είπες ότι όταν πάγωνες κάθε φορά που ένιωθες την ανάσα του στο κρεβάτι. Κάθε φορά που τα χέρια του πάνω σου ένιωθες.
Μου είπες ότι από ένα σημείο και μετά, απλά έκλεινες τα μάτια.
Ότι δεν προέβαλλες αντίσταση καμμία πια.
Μου είπες ότι τα χρόνια πέρασαν. Και το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά.
Και ότι αυτός που φάνταζε ήρωας, κάποτε, για λίγο, πολύ λίγο στα παιδικά σου μάτια, αυτός που φώναζες μπαμπά, εφιάλτης έγινε.
Και κάποια στιγμή, κάποια στιγμή κατάφερες να φύγεις. Με την πρώτη ευκαιρία..
Μου είπες…
Πως βρώμικη νιώθεις. Πως ένοχη που πιότερη αντίσταση δεν έβαλες. Διαφορετική από τους άλλους. Πως λύπηση φοβάσαι, μην στα μάτια του κόσμου δεις.
Θέλω, αν μου επιτρέπεις, να σου πω και εγώ.
Πως, μερίδιο ευθύνης, εσύ δεν έχεις, ποτές δεν είχες, για όλα όσα συνέβησαν.
Πως, ένα παιδί, ένα παιδί, και μόνον ήσουν, και ακόμα και μεγαλώνοντας, αυτός και όχι εσύ, φταίει, για ό,τι συνεχιζόταν.
Πως, να αντιδράσεις, γονιός δεν υπήρξε ποτέ, το πως για να σου μάθει.
Πως, το ό,τι τα κατάφερες, ανώτερη, σε κάνει από μένα, και τους άλλους όλους.
Πως, μάτια Ανθρώπου, δεν θα δεις ποτές με λύπηση να σε κοιτάξουν.
Πως, είναι μόνο πόνος.
Πόνος, μόνο, αυτό που τα μάτια καθρεφτίζουν…
Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος
Ψυχολόγος M.Sc.