ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
‘’ ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ:
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ’’
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ, 2678, 10ο ΕΞΑΜΗΝΟ
ΚΟΣΜΙΔΟΥ ΠΑΡΘΕΝΑ , 2958, 8ο ΕΞΑΜΗΝΟ
ΕΠΟΠΤΡΙΑ: κα. ΖΑΪΡΑ ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Κεφάλαιο 1: Θάνατος ,πένθος και παιδί
Κεφάλαιο 2: Παράγοντες που επηρεάζουν το πένθος του παιδιού
Κεφάλαιο 3: Έκφραση του πένθους από το παιδί
Κεφάλαιο 4: Υποστήριξη στο παιδί που πενθεί
ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ:
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Γιατί τα παιδιά
Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου αναγνωρίζεται ως μια από τις πιο στρεσσογόνες καταστάσεις που μπορεί να βιώσει ένα άτομο κατά τη διάρκεια τις ζωής του, και ο οποίος έπειτα απαιτεί σημαντικότατη ψυχολογική προσαρμογή (BuckleyT., McKinleyS., ToflerG. & BartropR. 2010).
Τα παιδιά, συνήθως πενθούν την απώλεια ενός γονιού, παρόλα αυτά η απώλεια οποιουδήποτε προσώπου που αγαπούνε και θεωρούν σημαντικό (όπως π.χ αδέρφια, οικογενειακό πρόσωπο, δάσκαλος, φίλος) και στο οποίο είναι προσκολλημένα είναι και ένα πένθος. Τα παιδιά τα οποία πενθούν μοιρονται τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ανάγκες όπως και οι ενήλικες, παρόλα αυτά, οδικός τους θρήνος δεν αναγνωρίζεται, είτε για ί οι ενήλικες δεν θέλουν να αντιμετωπσουν το πένθος ενός παιδιύ, είτε γιατί τα ίδια τα παιδιά κταπιέζουν τα συναισθήματα τους για να προστατέψουν τους σημαντικούς για αυτά ενήλικες (WilsonR. & EllimanD., 2008).
‘’Θάνατος, Πένθος & Παιδί’’
1.1-Τι είναι το Πένθος
Τo πένθος (grieving) ορίζεται σαν η αντίδραση στην απώλεια, στην αιτία θανάτου (Μίττλετον Χ., 2009). Πένθος ονομάζεται το συναίσθημα λύπης και θλίψης που νοιώθει κάποιος όταν του συμβεί κάποια μεγάλη συμφορά, συνήθως όταν χάσει κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο, αλλά και τα έθιμα που ακολουθούνται για χρονικό διάστημα μετά την απώλεια του προσώπου. Είναι ο τρόπος που αντιδρούμε στο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Πρόκειται για μια επίπονη συναισθηματική διαδικασία, στην οποία μπαίνουμε ύστερα από μια σημαντική απώλεια. Όταν καλούμαστε, δηλαδή, να αποχωριστούμε από εκείνον που πέθανε και να προσαρμοστούμε σε έναν κόσμο από τον οποίον εκείνος θα λείπει (Aboutyouth.gr, 2008. Wikipedia.org, 2010).
Σύμφωνα με το DSM–IV, o όρος πέθος, χρησιμοποιείται όταν ‘’αυτό που προκαελεί το ενδιαφέρον της κλινικής προσοχής, είναι μια αντίδραση στο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου’’. (ΑPA, 1994). Τόσο η διάρκεια όσο και ο τρόπος έκφρασης του πέθους είναι κάτι το οποίο διαφέρει σημαντικά μεταξύ διαφορετικών πολιτισμκών ομάδων
1.2-Πένθος και Θρήνος
Πρόκειται για δύο όρους τους οποίους πολλές φορές τείνουμε να χρησιμοποιούμε για να περιγράουμε την ίδια κατάσταση. Ωστόσο υπάρχουν διαφορές:
Το πένθος (bereavement), αναφέρεται στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο που έχει υποστεί την απώλεια ενός σημαντικού γι’ αυτό, προσώπου (Stevenson, 2006). Το πένθος αποτελεί τη νοητική διεργασία όπου το άτομο αποδέχεται το θάνατο και τη δική του θέση μέσα σε αυτή την κατάσταση, ενσωματώνοντας τον πόνο και την απουσία και επενδύοντας σε νέα αντικείμενα χωρίς να ξεχνά το πρόσωπο που πέθανε.
Από την άλλη ο θρήνος (grief), είναι το σύνολο των αντιδράσεων που εκδηλώνει το άτομο σε ένα γεγονός που το αντιλαμβάνεται ως απώλεια, καθώς και η διεργασία που κάνει όταν χάσει κάποιον ή κάτι στο οποίο έχει επενδύσει συναισθηματικά. Αν και ο καθένας βιώνει με το δικό του τρόπο την απώλεια, ωστόσο όλοι περνούν και πρέπει να περάσουν μια μεταβατική περίοδο και αυτή είναι η περίοδος του πένθους (Ράλλη, 2006). Σύμφωνα με τον Κανακάκη (1989) η περίοδος αυτή «Μας βοηθάει να αποχαιρετίσουμε ό,τι χάσαμε, να γνωρίσουμε την πραγματικότητα και να συμβιβαστού με μαζί της».
1.3-Πενθούν τα παιδιά;
Οι γονείς συχνά προσπαθούν να προστατέψουν τα παιδιά τους από τη σκληρή πραγματικότητα της απώλειας και του θανάτου. Παρόλα αυτά όσο και αν προσπαθούν είναι αδύνατον να αποτρέψουν τα παιδιά από το να βιώσουν την απώλεια ενός αγαπημένου τους προσώπου (SchonfeldD.J 1993). Έρευνες των Michael και Landson (1986), έχουν δείξει, πως η γενική αντίληψη της κοινωνίας σχετικά με το πένθος και τα παιδιά, θέλει τα τελευταία, να είναι ανίκανα να πενθήσουν την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, κάτι το οποίο φυσικά δεν ισχύει. Πολλοί γονείς αλλά και άτομα που φροντίζουν του παιδιά, επιλέγουν είτε να περιορίσουν τις συζητήσεις σχετικά με τον θάνατο είτε να αγνοήσουν την ανάγκη των παιδιών να μιλήσουν, να ρωτήσουν και να κατανοήσουν την απώλεια (DowdenS. 1995. ΗoladayB. 1995. HeneyS.P. 1991. SchonfeldD.J. 1993). Έχουμε λοιπόν μία κατάσταση κατά την οποία οι ενήλικες δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν το πένθος των παιδιών και από την άλλη τα παιδιά να καταπιέζουν τα συναισθήματα τους προκειμένου να προστατέψουν τους ενήλικες. Και όλη αυτή η κατάσταση, είναι που δημιουργεί την εντύπωση ότι τα παιδιά δεν βιώνουν την απώλεια και δεν πενθούν (WilsonL., EllimanD. 2008).
Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν πως η ικανότητα του ‘’να πενθείς’’ αποκτάται στην παιδική ηλικία μέσω μηχανισμών ωρίμανσης που επιτρέπουν στο παιδί να κατανοήσει την οριστικοτητα του θανάτου. Παρόλα αυτά στο παρελθόν, έχουν διατυπωθεί πολλές αντικρουόμενες μεταξύ τους απόψεις, σχετικά με την ικανότητα των παιδιών να πενθήσουν. Για παράδειγμα ο Wolfstein (1966) υποστήριζε ότι η ικανότητα του πένθους δεν κατακτάται μέχρι και την εφηβεία, ο Bowlby (1980) πως παιδιά έξι μηνών παρουσιάζουν εκφράσεις του πένθους όμοιες με αυτές των ενηλίκων ενώ ο Furman (1964) πως η ικανότητα αυτή αποκτούνταν στην ηλικία των τεσσάρων ετών (WordenJ.W. 1996).
Παρόλα αυτά, βάσει των όσων συνατήσαμε στη βιβλιογραφία, τέτοιες απόψεις δεν φαίνεται να στηρίζονται επαρκώς.
1.4-Πως κατανοούν τα παιδιά τον θάνατο
Παρόλο που τα παιδιά δεν κατανοούν τον θάνατο με τον ίδιο τρόπο όπως οι ενήλικοι ούτε και θρηνούν με τον ίδιο τρόπο (www.dikepsy.gr, 2011), η διαδικασία του πένθους αυτή καθ’ εαυτή είναι σε πολλά σημεία κοινή με αυτή των ενηλίκων (DowdneyL. 2005. DowdneyL. 2008. HeneyS.P. 1991. WilsonL., EllimanD. 2008.) Ο τρόπος με τον οποίο κατανοούν τα παιδιά τον θάνατο, είναι κατά βαση μια εξελικτική-αναπτυξιακή διδικασία, από την οποία μάλιστα εξαρτάται και σε μεγάλο βαθμό το πως θα εκφράσουν και το πένθος τους. Σύμφωνα με τον Schonfeld (1991), η κατανόηση αυτή της διαδικασίας, μοιάζει πολύ με αυτήν, του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά κατανοούν την ψυχική ασθένεια (DowdneyL. 2008. SchonfeldD.J. 1993).
Σύμφωνα με τους Smilansky (1987), Speece & Brent (1984) & Wass (1984), στη βιβλιογραφία συναντούμε τέσσερις βασικές έννοιες οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με το πως αντιλαμβάνονται τα παιδιά τον θάνατο και οι οποίες είναι: η αναστρεψιμότητα, η οριστικότητα, το αναπόφευκτο και η αιτιότητα. Η παρουσία ή μη, καθεμίας από αυτές τις τέσσερις έννοιες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο πόσο επιτυχημένα αντιλαμβάνεται (αλλά και διαχειρίζεται) το κάθε παιδί την απώλεια.
Η αναστρεψιμότητα έχει να κάνει με την δυνατότητα επιστροφής του εκλειπόντα, την μονιμότητα του θανάτου.Τα παιδιά τα οποία δεν έχουν κατακτήσει κάποιο ικανοποιητικό επίπεδο γνωστικής επάρκειας (όπως θα αναφέρουμε και παρακάτω), δύσκολα μπορούν να κατανοήσουν πως ο νεκρός δεν θα ξαναγυρίσει. Αντιλαμβάνονται την απουσία ως ένα ταξίδι, από το οποίο ο νεκρός θα ξαναγυρίσει. Όλη αυτή η κατάσταση βεβαια δεν τους δινει τη δυνατότητα να απαγγιστρωθούν.
Η οριστικότητα (χρησιμοποίείται και ο όρος μη λειτουργικότητα: nonfunctionality), έχει να κάνει με το γεγονός ότι στον θάνατο παύουν όλες τις λετουργίες της ζωής ταυτόχρονα. Τα παιδιά προσδίδουν ζωη σε όλα τα αντικείμενα. Καθώς σιγά σιγά γίνονται όλο και πιο ικανά να αναγνωρίσουν ποιά πράγματα έχουν πραγματικά ζωή και ποια όχι, έχουν περισσότερες πιθανότητες να καταλάβουν πως οτιδήποτε έχει ζωή, έχει και ένα τέλος.
Το αναπόφευκτο, έχει να κάνει με το γεγονός ότι, οτιδήποτε ζει, στο τέλος πεθαίνει και χάνεται. Τα παιδιά έχουν τη τάση να αναγνωρίζουν τόσο τον εαυτό τους όσο και τους σημαντικπούς για αυτά άλλους ως αθανάτους. Και οι γονείς συχνά, λανθασμένα επιβεβαιώνουν αυτές τους τις αντιλήψεις. Αυτή η κατάσταση θα ανακοπεί βίαια όταν τελικά πεθάνει ένα κοντινό πρόσωπο. Από εκεί και πέρα το παιδί αρχίζει να φοβάται ότι κάτι τέτοι θα συμβεί σε όλα του τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Τέλος η αιτιότητα έχει να κάνει με την κατανόηση των λόγων που οδήγησαν στο θάνατο. Τα παιδιά συχνά πιστεύουν ότι τα ίδια έχουν προκαλέσει τον θάνατο του αγαπημένου τους ή ακόμα ότι ο θάνατος είναι αποτέλεσμα τιμωρίας για κάτι κακό που έκαναν (SchonfeldD.J. 1993).
1.5-Κατακτήσεις της κάθε ηλικίας
Σύμφωνα με τον Piaget (1926), το παιδί για να αφομοιώσει πλήρως την έννοια του θανάτου πρέπει να φτάσει στην ηλικία των επτά-οκτώ ετών, όταν δηλαδή θα έχει συνειδητοποιήσει τις δυο απαρίτητες έννοιες της ολότητας και της αναστρεψιμότητας, (www.ithe.gr, 2011).
Ως την ηλικία των τριών ετώνη μόνη ανησυχία του παιδιού είναι ο αποχωρισμός.Δεν είναι ο θάνατος ο ίδιος αλλά μάλλον η διάλυση της σχέσης η οποία επηρεάζει το νήπιο.Το νήπιο ξαναβρίσκει τους φυσιολογικούς του ρυθμούς εφόσον η ασφάλει και η σταθερότητα αποκατάστανται γύρω του.
Ως την ηλικία των πέντε ετών το παιδί συνδέι τη ωή με την κίνηση.Ως συνέπεια ότι υπάρχει γύρω του και κινείται είναι ζωντανό.Μπορεί να θεωρέι πως ότι είναι ζωντανό χρειάζεται φαγητό και ύπνο (www.dikepsy.gr 2011. www. ithe.gr, 2011).
Κάθε μία τώρα, από τις τέσσερις προαναφερθείσες έννοιες, έρχεται στο προσκήνιο σε διαφορετικά ηλικιακά επίπεδα του παιδιού.
Μέχρι την ηλικία των επτά ετών, τα παιδιά δύσκολα κατανοούν την μη αναστρεψιμότητα του θανάτου, κάτι το οποίο τα οδηγεί να προβαίνουν σε συνεχείς ερωτήσεις σχετικά με την επιστροφή του γονιού ή το αδελφού τους. Πιστεύουν πως αυτά τα ίδια με τις σκέψεις τους ή την συμπερφορά τους, μπορούν να αναστρέψουν το γεγονός του θανάτου. Έννοιες όπως αυτή του παραδείσου, είναι πολύ δύσκολες ούτως ώστε να τις κατανοήσουν.
Μέχρι την ηλικία των εννέα ετών τώρα, τα παιδιά έχουν κατακήσει δύο έννοιες, οι οποίες είναι η κατανόηση του αναπόφευκτου του θανάτου αλλά και της οριστικότητας του.Παρόλα αυτά συνεχίζουν να εύχονται για την επιστρφή του χαμένου γονιού ή αδελφού.Επίσης, συνείζουν ακόμα να πιστεύουν πως μέρι ενός σημείου επηρέασαν με κάποιο τρόπο τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στο χαμό του αγαπημένου τους προσώπου.
Στην ηλικία των 11, αρχίζουν τα παιδιά να καταλαβαίνουν σιγά-σιγά την αιτιότητα του θανάτου, ότι δηλαδή ο θανατος, ισοδυναμεί με πλήρη παύση όλων των σωματικών λειτουργιών.Μέχρι να κατανοήσουν πλήρως αυτήν την αιτιότητα του θανάτου τα παιδιά ανησυχούν για το αν το νεκρό άτομο νώθει μοναξιά, κρύο, πείνα εκεί που βρίσκεταιΤου προσδίδουν δηλαδή τις ίδιες ανάγκες τις οποίες είχαν τα άτομα είχαν για όσο ζούσαν (DowdneyL. 2005)
Σε γενικές γραμμές,παιδιά τα οποία έχουν αρκετά ανεπτυγμένες τις γνωστκές τους ικανότητες, μπορούν να κατανοήσουν πληρέστερα το γεγονός και την έννοια του θανάτου γρηγορότερα.
1.6-Στάδια του πένθους
Έχοντας κατακτήσει ένα ικανοποιητικό γνωστικό επίπεδο, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον θάνατο και πενθούν τα παιδιά, έχει κοινά σημεία (κυρίως στην διαδικασία) με αυτόν των ενηλίκων.
Αρχικά, όσον αφορά τους ενήλικες, σύμφωνα με την RossK. (1997), από τη στιγμή της ανακοίνωσης του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου στα άτομα (τους πενθούντες), μέχρι και την στιγμή της αποδοχής του, τα άτομα αυτά περνούν από πέντε στάδια-φάσεις, (τα στάδια αυτά είναι κοινά και στην ανακοίνωση κάποιας ασθένειας τόσο στον ίδιο τον πάσχοντα όσο και στους κοντινούς του). Τα στάδια αυτά σύμφωνα με την Ross (1997) είναι τα εξής: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Δεν περνάνε όλοι επιτυχώς από όλα τα στάδια.Μάλιστα, μερικοί δεν φτάνουν ποτέ έως την αποδοχή, και μένουν σε προηγούμενα στάδια (κυρίως αυτό της κατάθλιψης και της άρνησης (Ross Ε. Κ., 1997). Να αναφερθεί πως πολλές φορές τα στάδια αυτά, αν και όχι απαραίτητα όλα με την συγκεκριμένη σειρά, κάνουν την εμφάνιση τους και στο πένθος των παιδιών (ShulmanJ. L. & RehmB.A 1983), σε συνάρτηση πάντα με την ηλικία αλλά και το γνωστικό τους επίπεδο όπως θα δούμε και παρακάτω. Πιο αναλυτικά το κάθε στάδιο έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
Άρνηση (Denial):Πρόκειται για την πρώτη αντίδραση μετά το άκουσμα των τραγικών ειδήσεων του χαμού του δικού μας ανθρώπου. Ο όρος άρνηση περιγράφει την γνωστική εκείνη κατάσταση κατά την οποία αναπτύσσεται μια είδους αντίσταση απέναντι στον γεγονός του θανάτου, απορρίπτοντάς το ως μη αληθές. Με πιο απλά λόγια, κάποιος που βρίσκεται σε αυτό το στάδιο απλά δεν θα μπορεί να πιστέψει ότι το κοντινό του πρόσωπο έχει πεθάνει.
Θυμός (Aggresion):Μετά το πρώτο σοκ, ο πόνος του θανάτου μετατρέπεται σε θυμό και επιθετικότητα. Σε αυτή τη φάση ο πενθών προσπαθεί να βρει κάποια υπαιτιότητα πίσω από τον θάνατο, κάτι για να ρίξει το βάρος της ευθύνης.. Το στάδιο αυτό είναι ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένο και οι συναισθηματικές εκρήξεις είναι κάτι περισσότερο από αναμενόμενες.
Διαπραγμάτευση (Bergaining):Το τρίτο στάδιο της θεωρίας της Ross (1997),είναι ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ του πρώτου σοκ και της αποδοχής του θανάτου. Σε αυτή τη φάση το άτομο αρχίζει να συνειδητοποιεί τον θάνατο, ο οποίος αυτός καθαυτός γίνεται αντικείμενο γνωστικής επεξεργασίας. Η προσοχή του ατόμου στρέφεται στο γεγονός του θανάτου και όχι στα συναισθήματα που αυτός πυροδότησε. Κάποιος που διαπραγματεύεται την μη αντιστρεψιμότητα του θανάτου για πρώτη φορά αρχίζει να συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει για να αλλάξει αυτή την κατάσταση.
Κατάθλιψη (Depression):Η φάση της κατάθλιψης μπορεί να διαρκέσει από λίγες ώρες/ημέρες, έως και μερικούς μήνες. Πρόκειται για μια ψυχοφθόρα διαδικασία η οποία όμως είναι ιδιαίτερα σημαντική στη βίωση του πένθους. Για όσο χρονικό διάστημα κρατάει αυτό το στάδιο το άτομο βρίσκει το χρόνο να πενθήσει για το θάνατο του κοντινού του ανθρώπου και για όλα όσα δεν θα μπορέσει να μοιραστεί πλέον μαζί του. Η μορφές που μπορεί να πάρει η κατάθλιψη είναι πολλές, αλλά η πιο συνηθισμένη είναι η κατατονία, η απόσυρση από τις κοινωνικές εκδηλώσεις και το κλείσιμο στον εσωτερικό.
Αποδοχή (Acceptance):Η διαδικασία του πένθους όταν κινηθεί σε φυσιολογικά επίπεδα, καταλήγει στην αποδοχή του θανάτου. Η αποδοχή του ότι κάποιος έχει φύγει από την ζωή, δεν σημαίνει ότι αυτόματα διαγράφεται κάθε συναίσθημα για τον θάνατό του. Σε αυτό το στάδιο, ο θάνατός ως γεγονός έχει περάσει από επεξεργασία και έχει γίνει κτήμα, (Αγοραστός Δ. 2010).
Ομοίως τα παιδιά, ακολουθούν τέσσερα στάδια στη διαδικασία του πένθους τους, ως αντίδραση στο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Οι φάσεις αυτές, οι οποίες είναι σε πολλά σημεία κοινές με τα στάδια στο πένθος των ενηλίκων, έχουν ως εξής:
α) Κατανόηση του γεγονότος της απώλειας.
β) Η διεργασία του θρήνου, μέσα από την επαφή του παιδιού με τον πόνο που του προκαλεί η απώλεια και η έκφραση των συναισθημάτων του.
γ)Η δημιουργία εσωτερικής, συμβολικής επαφής με τον άνθρωπο που πέθανε ώστε να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη του.
δ)Η ικανότητα των παιδιών να συνεχίσουν τη ζωή τους και να επενδύσουν σε νέες σχέσεις (Παπάζογλου, 2006).
Σύμφωνα με τον Worden (1991), προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία θα πρέπει να ολοκληρωθούν τέσσερα έργα θρήνου: Το πρώτο έργο αφορά την αποδοχή της πραγματικότητας της απώλειας. Σε αυτή τη φάση υπάρχουν αντιδράσεις σοκ αλλά και άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας. Οι πενθούντες βιώνουν ανάμεικτα συναισθήματα αποδοχής και άρνησης απέναντι στην απώλεια. Το δεύτερο έργο, αφορά την επεξεργασία του πόνου και της θλίψης. Τα άτομα που πενθούν περνούν ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων που συνοδεύονται από κλάμα, αισθήματα άγχους, θυμού, ενοχής και τύψης. Το τρίτο έργο είναι η προσαρμογή σε ένα περιβάλλον όπου λείπει ο αποθανών. Οι πενθούντες θα πρέπει να επανακαθορίσουν τους ρόλους τους και να κατακτήσουν νέες δεξιότητες. Τα άτομο που βιώνει την απώλεια ανακαλύπτει νέες δυνάμεις και ικανότητες καθώς επανακαθορίζει τον εαυτό του. Μαθαίνει να διαχειρίζεται ρόλους που διαχειριζόταν ο αποθανών ή προσαρμόζεται στο καινούριο άτομο που αναλαμβάνει αυτούς τους ρόλους. Το τέταρτο έργο είναι ο συναισθηματικός επαναπροσδιορισμός απέναντι στον αποθανόντα και η συνέχιση της ζωής. (DavidT. & Woods H., 2008).
‘’Παράγοντες που επηρεάζουν το πένθος του παιδιού’’
Τα παιδιά και τα βρεφη είναι τα πιο ευάλωτα άτομα μέσα στην οικογένεια όταν πεθαίνει ένα πρόσωπο το οποίο αποτελεί και την κύρια πηγή φροντίδας για αυτά, (όπως π.χ η μητέρα). Το γεγονός ότι είναι μικρά σε ηλικία, τα κάνει να μην επενδύουν μόνο όλη τους την αγάπη σε μια σχέση όπως αυτή, αλλά και όλες τους τους τις ανάγκες, τη προσωπικότητα αλλά και τις δυνατότητες εξέλιξης τους. Συνεχίζοντας αυτό που είπε ο Winnicot (1949), πως ‘’δεν μπορεί να υπάρξει βρέφος μόνο του, παρά μόνο το δίπολο μάνα-βρέφος’’, έτσι θα πούμε πως δεν μπορεί να υπάρξει και παιδί μόνο του, παρά μόνο μάνα-παιδί (FurmanE. 1984).
Όταν λαμβάνει χώρα μια απώλεια, τα παιδιά είναι αυτά τα οποία υπόκεινται στις μεγαλύτερες συνέπειες. Η δομή της οικογένειας, παύει να υπάρχει πλέον όπως υφίστατο όλα αυτά τα χρόνια, με αυτή πλέον την αλλαγή, να αποτελεί και τον βασικότερο παράγοντα επιρροής στον τρόπο έκφρασης του πένθους του παιδιού, όπως θα δούμε παρακάτω.
2.1-O θάνατος
Oτρόπος αλλά και οι συνθήκες του θανάτου επηρεάζουν σημαντικά την διαδικασία του πένθους. Σύμφωνα με τον Parkes (1972), ο απρόσμενος θάνατος είναι αυτός στον οποίο ο θρήνος είναι πιο δύσκολος από ότι ένας θάνατος ο οποίος ήταν αναμενόμενος (π.χ ο θάνατος από μια ασθένεια),(WordenJ.W. 1996). Ο αναμενόμενος θάνατος δίνει στο άτομο την ευκαιρία να προετοιμαστεί ψυολογικά γα την απώλεια χωρίς να του προκαλεσει ιδιαίτερη έκπληξη. Έτσι το πενθών παιδί, έχει τη δυνατότητα να αποχαιρετήσει το μέλλοντα νεκρό. Ο ξαφνικός θανατος από την άλλη, προκαλεί έντονο συναισθηματισμό, προκαλώντας συναισθήματα θλίψης για την μη δυνατότητα αποαιρετσμού του εκλίποντα. Τέλος ένας βίαιος θάνατος όπως για παράδειγμα μια δολοφονία προκαλεί χείριστα αρνητικά συναισθήματα και μεγάλο πόνο (MoodyR. J.r. & ArcangelD. 2005).
Έπειτα, σημαντικό ρόλο παίζει και η τοποθεσία του θανάτου. Το που πεθαίνει ένα μέλος της οικογένειας, επηρεάει την ίδια την οικογένεια με πολλούς τρόπους. Όταν για παράδειγμα ένας γονιός πεθάνει μέσα στο σπίτι, τα παιδιά είναι πολύ πιθανόν να δούνε το σώμα του εκλιπόντα. Έτσι στους πρώτους μήνες μετά το γεγονός του θανάτου,τα παιδιά αυτά, μπορεί μην νιώθουν άνετα σε διάφορα μερη μέσα στο σπίτι χωρίς τον νεκρό, έχοντας προφανώς συνδέσει το σπίτι με το ίδιο το γεγονός του θανάτου. Παράλα αυτά, η τοποθεσία του θανάτου δεν φαίνεται σχετίζεται με την συναισθηματική έκφραση ούτε την αυτόαντίληψη των παιδιών.
Τέλος η κηδεία, μπορεί να συμβάλλει και αυτή στο τρόπο που θα πενθήσει ένα παιδί. Παιδιά τα οποία δεν είχαν προετοιμαστεί για την κηδεία του δικού τους ανθρώπου παρουσίασαν προβληματα έως και δύο χρόνια αργότερα, όπως προβληματική συμπεριφορά, χαμηλή αυτοεκτίμιση και μικρή προσωπική επάρκεια. Για τα παιδιά αυτά, ήταν επίσης πιο δύσκολο και το να μιλήσουν σχετικά με τον νεκρό (WordenJ.W. 1996).
2.2-Ο εκλειπών γονιός
Το φύλο του εκλειπόντα γονιού είναι ακόμα ένας παράγοντας ο οποίος θα επηρεάσει τη πορεία που θα ακολουθήσει το πένθος του παιδιού.Είναι σίγουρα δύσκολο το να χάνεις οποιοδηποτε από τους δύο γονείς, παρόλα αυτά υπάρχει η άποψηπως οι επιπτώσεις στα παιδιά είναι χειροτερες όταν χάνεται η μητέρα. Σύμφωνα με την ChildBereavementStudy (SilvermanD., NickmanS. & WordenW.) , o θάνατος του πατέρα, φαίνεται να είναι πιο συχνά συνδεδεμένος με το οικονομικό status της οικογενείας, το οποίο μετά την απώλεια αλλάζει. Παρόλα αυτά, είναι ο θάνατος της μητέρας αυτός ο οποίος προκαλεί στα παιδιά την απώλεια του κυρίου πρσώπου φροντίδας τους. Παιδιά τα οποία έχασαν τη μητέρα τους, παρουσίασαν περισσότερα συναισθηματικά και προβήματα συμπεριφοράς σε σχέση με παιδιά τα οποία έχασαν το πατέρα τους. Επίσης παρατηρήθηκαν διαφορές στην αυτοεκτίμηση, στα επίπεδα άγχους αλλά και στην αίσθηση ελέγχου με τα παιδιά τα οποία είχαν χάσει τη μητέρα τους να υστερούν. Παρόλα αυτά στην ιδια έρευνα, η απώλεια του πατέρα βρέθηκε να συνδέεται με την ανάπτυξη περισσότερων προβλημάτων υγείας τους πρώτους μήνες μετά την απώλεια. Η σωματοποίηση του πένθους του παιδιού το οποίο έχει βιώσει μα απώλεια είναι φαινόμενο συχνό. Έτσι λοιπόν μια πιθανή εξήγηση μπορεί να είναι ότι ενώ οι μητέρες ανταποκρίνονταν στο αρρωστο παιδί με στοργή,αγάπη και κατανόηση από την άλλη οι πατέρες έτειναν να καταφεύγουν στη χρήση φαρμάκων καταπολεμώντας έτσι αποτελεσματικότερα τα θέματα υγείας του παιδιού (WordenJ.W. 1996).
Αλλά και η σχέση που είχε το παιδί με τον εκλειπόντα πριν το γεγονός του θανατου, φαίνεται να παίζει ρόλο στη πορεία που θα ακολουθήσει το πένθος. Σύμφωνα με τον Worden (1991), αυτή η προθανάτια σχέση περιλαμβάνει τον βαθμό προσκόλλησης στο νεκρό, την εξάρτηση από αυτόν αλλά και την αμοιβαία αλληλεπίδραση με αυτόν.Βέβαια κάτι τέτοιο,επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες όπως το φύλο και η ηλικία του νεκρού αλλά και η ηλικία και το φύλο του παιδιού.
Παιδιά τα οποία είχαν μια καλή σχέση με τον εκλειπόντα γονέα, μιλούσαν πιο έυκολα για τα συναισθήματα τους, έκλαιγαν περισσότερο και επισκέπτονταν το νεκροταφείο πιο συχνά σε σχέση με τα παιδιά με όχι και τόσο στενή σχέση με το αποθανώντα.Επίσης συχνά συνέχιζαν να συμπεριφέρονται με τρόπους οι οποίοι θα ευαριστούσαν τον χαμένο γονιό. Παρόλα αυτά, η εγκυρότητα τέτοιων υποθέσεων (για την ποιότητα της προθανάτιας σχέσης), δεν είναι και η μέγιστη δυνατή καθώς, σε τέτοιες περιπτώσεις οι σχέσεις συχνά εξιδανικεύονται. (WordenJ.W. 1996).
2.3-Ο γονιός που μένει
Ο βαθμός λειτουργικότητας του γονιού ο οποίος μένει πίσω, αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες στη διαμόρφωση της πορείας του πένθους του παιδιού.Έρευνες των Brown (2007), Cerel (2000), Haine, Wolchick, Sandler, Millsap & Ayers (2006), Kwok (2005), Lin, Sandler, Ayers, Wolhick, Luecken (2004) έχουν γίνει για τη σύνδεση των επιπτώσεων της θλίψης, της αποδιοργάνωσης και αλλά και των ψυχιατρικών συμπτωμάτων του εναπομείνοντα γονέα με τα επίπεδα κοινωνικής λειτουργικότητας, ανάπτυξης ψυχοπαθολογίας αλλά και ικανότητας διαχείρισης του πένθους των παιδιών. Έχει βρεθεί πως μια θετική αντιμετώπιση των γονιών, η οποία παρέει τόσο ασφάλεια όσο και πειθαρχία στα παιδιά λειτουργεί προστατευτικά στα παιδιά τα οποία έχουν χάσει τον έναν γονέα ανεξάρτητα από το σύνολο των αρνητικών γεγονότων της ζωής (HungN.C & RabinL.A. 2009).
H μη λειτουργικότητα αλλά και η ύπαρξη μιας κάποιας ψυχοπαθολογίας του γονιού που μένει πίσω από την άλλη, βρέθηκε ότι μπορεί να επηρεάσει με πολλούς τρόπους τόσο το πένθος όσο και τα ίδια τα παιδιά, προκαλώντας τους απόσυρση, άγχος, συναισθήματα κατάθλιψης, δυσκολίες στον ύπνο, συναισθηματικές δυσκολίες αλλά και δυσκολίες συμπεριφοράς, προβλήματα υγείας και απώλεια ελέγχου της ζωής τους. Επίσης, τα παιδιά με ένα τέτοιο γονιό, βρέθηκε να είναι συχνά, λιγότερο ώριμα σε σχέση με τα συνομίλικα τους και να παρουσιάζουν μεγαλύτερα προβήματα κοινωνικοποίησης. Παρόλα αυτά, το χρονικό διάστημα το οποίο τα παιδιά αυτά παρέμεναν συνδεδεμένα με τον νεκρό γονέα δεν βρέθηκε να διαφέρει από το αντίστοιχο των παδιών των οποίων ο εναπομέινων γονέας ήταν λειτουργικός (DowdneyL. 2008. WordenJ.W. 1996).
2.4-Η οικογένεια
Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας για το πως θα ανταποκριθεί ένα παιδί στο πένθος είναι και η ίδια η οικογένεια. Η οικογένεα, προκειμένου να αντιμετωπίσει το γεγονός της απώλειας ενός μέλους της, λειτουργείσαν σύνολο, με την λειτουργία της αυτή σαφώς να επηρεάζει και το κάθε μέλος της (και κατά συνέπεια και το κάθε παιδί) ξεχωριστά. Το οικογενειακό περιβάλλον λοιπόν, διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του πένθους του παιδιού.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες οι οποίοι όμως εποηρεάζουν και το πως θα ανταποκριθεί η ίδια η οικογένεια στο γεγονός του θανάτου. Αρχικά, το μέγεθος της οικογένειας. Οικογένειες με μεγαλύτερο αριθμό μικρών παιδιών βρέθηκε να είναι λιγότερο λειτουργικές σε σχέση με τις υπόλειπες. Από την άλλη, μεγάλες σε αριθμό οικογένειες φαίνεται να παρέχουν καλύτερο πλαίσιο υποστήριξης μεταξύ των μελών τους. Σύμφωνα με τους Rosenblatt & Elde (1990), η ανάγκη για αναπόληση, ενθύμηση και συζήτηση για τον εκλειπόντα γονέα μπορεί να καλυφθεί πολύ επιτυχώς από τα αδέρφια.
Έπειτα σημαντικός παράγοντας είναι και το κατά πόσο δεμένη είναι η οικογένεια που έχει χάσει τον έναν γονέα. Παιδιά οικογενειών οι οποίες ήταν πιο δεμένες μεταξύ τους παρ.ουσίασαν σε μικρότερο βαθμό ξεσπάσματα ση συμπεριφορά τους, παρουσίασαν υψηλότερα επίπεδα αυτοεκτίμησης και σε γενικές γραμμές είχαν καλύτερη διαγωγή.
Τέλος, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας όπως επίσης και οι σχέσεις με συγγενείς, φίλους και κοινότητα φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο πως αναταποκρίνεται μια οικογένεια στο γεγονός της απώλειας, με τα παιδιά των οικογενειών που παροσυσιάζουν υψηλότερα ‘’επίπεδα’’ σε αυτούς τους τομείς να παρουσιάζουν λιγότερα προβλήματα όπως προβλήματα συγκέντρωσης και μάθησης.Παραδόξως, η αυτοεκτίμιση των παιδιών ων οικογενειών με υψηλότερα εισοδήματα αλλά και κοινωνικοοικονομικό status δεν παρουσίασε διαφορές σε σχέση με τα επίπεδα των παιδιών άλλων οικογενειών (LueckenL.J. 2000. WordenJ.W. 1996).
2.5-To παιδί
Τέλος, σημαντικός παράγοντας ο οποίος θα επηρεάσει την πορεία του πένθους αποτελεί και ο ίδιος ο άμεσα ενδιαφερόμενος, το ίδιο το παιδί.
Η ηλικία του παιδιού αρχικά, καθώς μικρότερα σε ηλικία παιδιά έχουν λιγότερ ανεπτγμένες τις γνωστικές τους λειτουργίες με συνέπεια να μην μπορούν να κατανοήσουν πλήρως το γεγονός του θανάτου σε αντίθεση με τα μεγαλύτερα παιδιά και τους εφήβους.
Το φύλο του παιδιού αποτελεί επίσης παράγοντα προς μελέτη, καθώς παρουσιάστηκαν ιαφορές στα δύο φύλα. Έτσι κορίτσια που πενθούσαν, ανεξάρτητα από την ηλικία, παρουσίασαν περισσότερο άγος σε σχέση με τα αγόρια, περισσότερα σωματοποιημένα συμπτώματα, μεγαλύτερο δεσμό και πρσκόλληση με ον εκλειπόντα γονέα. Τα κορίτσια επίσης έτειναν να συζητούν και να εκφράζουν περισσότερο για τα συναισθήματα τους με τον εν ζωή γονέα. Από την άλλη αγόρια σε πένθος, παρουσίασαν περισσόερες μαθησιακές δυσκολίες σε σχέση με τα συνομίλικα κορίτσια. Σύμφωνα με την ChildBereavementStudy (SilvermanD., NickmanS. & WordenW.) η αντιστοιχία του φύλου του εκλειπόντος γονέα με αυτή του παιδιού δεν τόσο μεγάλο ρόλο όσο αναμενόταν στη πορεία του πένθους.Παιδιά τα οποία έχανα γονιό του αντίθετου φύλου, ένιωθαν μεγαλύτερη ανασφάλεια για τον εν ζωή γονέα και παρουσίασαν περισσότερα προβληματα υγείας το πρώτο χρόνο μετά την απώλεια. (DowdneyL. 2005. WordenJ.W. 1996).
Τέλος, δυο λόγια για την σειρά γέννησης των παιδιών. Βρέθηκε ότι τα πρωτότοκα παιδιά σε σχέση με τα υπόλειπα, φάνηκε να είναι πιο συναισθηματικά δεμένα με τον εκλειπόντα γονέα παρά με τον εν ζωή, παρουσίαζαν μεγαλύτερα επίπεδα άγχους σχετικά με την προσωπική τους ασφάλεια, συγκέντρωναν και κρατούσαν περισσότερα αντικείμενα του νεκρού,συνέιζαν να συμπεριφέρονται με τρόπους οι οποίοι θα ευχαριστούσαν τον νεκρό γονέα και παρουσίαζαν μεγαλύτεη ευαισθησία στις αλλαγές της συμπεριφοράς του εν ζωή γονέα (WordenJ.W. 1996).
‘’Έκφραση του πένθους από το παιδί’’
Πολλές συζητήσεις γίνονται σχετικά με τη φύση αλλά και τους τρόπους έκφρασης του πένθους. Υπάρχουν αντικρουόμενες πολλές φορές απόψεις, σχετικά με το αν το πένθος και η έκφραση του βοηθά τα άτομα να ξεπεράσουν την απώλεια ή τους κρατά στάσιμους, αν υπάρχουν διαφορές μεταξύ αντρών και γυναικών, αν πρόκειται για μια εξατομικευμένη ανά περίπτωση ή πανανθρώπινη εμπειρία. Αυτά που σίγουρα μπορούν να ειπωθούν για την έκφραση του πένθους, είναι το ότι πρόκειται για διαδικασία και όχι για μεμονωμένο γεγονός, ότι χρειάζεται χρόνος για να περατωθεί (χρονικό μάλιστα διάστημα συνήθως μεγαλύτερο από το αναμενόμενο ή το επιθυμητό) και τέλος ότι πρόκειται για μια διαδικασία κατά κανόνα εξουθενωτική γα τον πενθούντα. Να αναφερθεί επίσης ότι είναι τέσσερα συνήθως τα στάδια της διαδικασίας αυτής: η αναγνώριση της απώλειας, η βίωση της θλίψης και το πένθος, η προσαρμογή στο περιβάλλον από το οποίο λείπει πλέον ο εκλειπών και τέλος η δυνατότητα του να προχωρήσει κανείς μπροστά (BremnerIs. 2007).
Στο κεφάλαιο το οποίο ακολουθεί επιχειρούμε μια προσέγγιση στην διαδικασία έκφρασης του πένθους από τα παιδιά αλλά και στις μακροχρόνιες συνέπειες που μπορεί να έχει το ίδιο γεγονός της απώλειας αλλά και το πένθος.
3.1-Πως εκφράζουν το πένθος τα παιδιά
Η επισοδειακή έκφραση του πένθους στα παιδιά και τους εφήβους πηγάζει εν μέρει από την ικανότητα τους να αποσπούν τους εαυτούς τους από την ίδια την διαδικασία του πένθους μέσω κοινωνικών δραστηριοτήτων αλλά και δραστηριοτήτων παιχνιδιού. Συνεπώς, κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανόν να προκαλεί σύγχυση σε κάποιον τρίτο (όπως π.χ τα κοντινά τους άτομα που τα φροντίζουν), για το αν όντως τα παιδιά πενθούν. Πολλές φορές, όταν όλο αυτό συνδιάζεται και από την έλλειψη λεκτικής ικανότητας των παιδιών λόγω του μικρού της ηλικίας του τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα (DowdneyL. 2005. DowdneyL. 2008).
Αρχικά παρουσιάζονται δυσκολίες στη έκφραση του θρήνου του παιδιού ειδικά αν δεν υπάρχει η κατάλληλη υποστήριξη από τους ενήλικες. Ο θρήνος του παιδιού σε γενικές γραμμές δεν διαρκεί για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Το παιδί θρηνεί ανά διαστήματα, κάτι το οποίο οφείλεται στην έλλειψη αντοχής του να βιώσει τα συναισθήματα πόνου και θλίψης για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να εναλλάσει έυκολα και απότομα μεταξύ τους συναισθήματα χαράς και θλίψης χωρίς όμως κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι το παιδί έχει ξεπεράσει την απώλεια (BaumH. 2003. BackqueM. F. 2001. SchonfeldD. J. 1993).
Το παιδί το οποίο πενθεί μια απώλεια, παρουσιάζει κατα τη διάρκεια του θρήνου του ορισμένα συμπτώματα και συμπεριφορές ως τρόπο αντίδρασης στο θρήνο τους (www.dikepsy.gr , 2011). Τα συμπτώματα αυτά και οι συμπεριφορές άλλες φορές σωματοποιούνται και άλλες παραμένουν σε ψυχολογικό επίπεδο. Παιδιά λοιπόν τα οποία θρηνούν παρουσιάζουν συμπτώματα όπως:
- ξεσπάσματα θυμού ή κλάματος
- καχυποψία προς τους άλλους και δημιουργία εντάσεων
- διάφορες φοβίες (όπως π.χ φόβος αποχωρισμού, φόβος για το σκοτάδι
- αλλάζουν ή και διαταράσσονται καθημερινές συνήθειες τους όπως αυτές του ύπνου ή του φαγητού
- λαμβάνουν χώρα σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά όπως επιθετικότητα και απομόνωση
- έχουμε μείωση της σχολικής τους απόδοσης
- συμβαίνουν παλινδρομήσεις σε προηγούμενα στάδια κάτι το οποίο γίνεται φανερό με συμπεριφορές όπως ενούρηση, πιπίλισμα, εξάρτηση από τον ενήλικα
- νοσταλγία για την επιστροφή του εκλιπόντος προσώπου
- αίσθηση αδυναμίας
- παράπονα και ανησυχίες για σωματικές ασθένειες
- αυξημένη εμπλοκή σε συμπεριφορές φροντίδας
- αποδιοργανωμένη σκέψη
- συναισθήματα ενοχής και αυτοκατηγορίας τα οποία συνοδεύονται και από γενικότερη χαμηλή αυτοεκτίμηση
- Σωματοποίηση του πένθους μέσω προβλημάτων υγείας, ιδιαίτερα κατά τον πρώτο χρόνο μετά την απώλεια
- Περισσότερα ‘’ατυχήματα’’ (π.χ κατά την διάρκεια του παιχνιδιού), συνέβαιναν στα παιδιά και ιδιαίτερα στα αγόρια, κατά το πρώτο έτος μετά το γεγονός του θανάτου
- άλλες μορφές ψυχοπαθολογίας
(Backque M. F. 2001. Dowdney L. 2005. Dowdney L. 2008. Luecken L. J. 2000. Moody R. & Arcangel D. 2005. Register D. M. & Hilliard R.E. 2007. WordenJ. W. 1996. www.dikepsy.gr, 2011).
3.2-Κατηγοριοποίηση των εκφράσεων του πένθους ανά ηλικία
Εν συνεχεία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια κατηγοριοποίηση των εκφράσεων του πένθους των παιδιών σύμφωνα με την DowdneyL. (2005,2008):
- Παιδιά προσχολικής ηλικίας:Τα παιδιά αυτά έχουν την αίσθηση της απώλειας ότνα πεθαίνει ένας γονέας ή ένα από τα αδέλφιαΗ αίσθηση αυτής της απώλειας, συνοδεύεται βασικά από αλλαγές στην καθημερινή τους ρουτίνα και την βίωση της θλίψης από τους γύρω τους. Πιθανόν σε υατήν την ηλικία να παρουσιαστούν και παλινδρομήσεις σε προηγούμενα στάδια (όπως πραναφέραμε), εξάρτηση από το πρόσωπο φεοντίδας, κλάμα, δυσκολίες στις σχέσεις με τα άλλα παιδιά και εκφράσεις θυμού και επιθετιτκότητας.
- Μέση παιδική ηλικία: Σε αυτή την ηλικία το παιδί έχει πλέον κατακτήσει επαρκώς τις λεκτικές ικανότητες που χρειάζεται ούτως ώστε να μπορεί να εκφράζει τους φόβους του. Στην ηλικία αυτή συχνά τα παιδιά φοβούνται να πάνε να κοιμηθούν και ο ύπνος τους διακόπτεται από εφιάλτες. Τα παιδιά. Προβληματα συγκέντρωσης στο σχολείο μπορεί επίσης να κάνουν την εμφάνιση τους.Τα παιδιά έχουν απορίες γύρω από το θάνατο και μπορεί να βιώνουν ενοχές για την απώλεια του αγαπημένου τους προσώπου. Τέλος στις ηλικίες αυτές, μπορεί να εμφανιστεί και ανησυχία σχετικά με την ακεραιότητα (κατά πόσο ευάλωτα είναι δηλαδή απέναντι στο θάνατο) και τα υπόλειπα μέλη της οικογενείας.
- Εφηβεία: Οι έφηβοι παρουσιάζουν σε γενικές γραμμές ίδιο εύρος αντιδράσεων κατά τη διάρκεια του θρήνου τους με αυτό των μικρότερων παιδιών, κάτι το οπίο το εκφράζουν με ποικίλους τρόπους. Απόσυρσση από τις οικογενειακές δραστηριότητες, αναζήτηση υποστήριξης από συνομιλίκους, αυτκαταστροφικές συμπεριφορές (όπως π.χ η κατανάλωση αλκοόλ), είναι κάποιες από αυτές. Οι έφηβοι, έχουν πλέον την γνωστικοί ικανότητα να στοχαστούν πάνω στο ίδιο το γεγονός του θανάτου αλλα και στις συνέπειες που αυτό μπορεί να επιφέρει. Αυτή η ικανότητα να φέρουν στη μνήμη τους τον εκλειπόντα λειτουργεί αυτοπαρηγορητικά.Από την άλλη κάτι τέτοιο συχνά τους προκαλεί ενοχές καθώς αναλογίζονται τις άσχημες στιγμές που είχαν με το αγαπημένο πρόσωπο όσο αυτό ήταν εν ζωή.Τέλος οι έφηβοι μετά το γεγονό του θανάτου αναλαμβάνουν μια πιο υπεύθυνη στάση, προστατευτική ως ένα σημείο για τους γύρω τους, κάτι το οποίο συχνά μπερδεύει τους όσους βρίσκονται γύρω τους. (Dowdney L. 2005. Dowdney L. 2008. Worden J. W. 1996).
3.3-Μακροχρόνιες συνέπειες της απώλειας
Παρόλα αυτά, οι συνέπειες του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, δεν περιορίζονται στις εκφράσεις και τις συμπεριφορές των παιδιών που κάνουν την εμφάνιση τους μέσω του πένθους αμέσως μετά το γεγονός της απώλειας όπως είδαμε παραπάνω. Αντίθετα, έχουμε εκδηλώσεις συμπτωμάτων και συμπεριφορών οι οποίες σχετίζονται με το πένθος και την απώλεια, πολλά χρόνια μετά, όταν πια το τέως πενθών παιδί έχει ενηλικιωθεί.
Από τους πιο σημαντικούς παράγοντες οι οποίοι θα επηρεάσουν την εξέλιξη ενός παιδιού το οποίο έχει βιώσει και έχει πενθήσει για μια απώλεια, μέχρι την μετέπειτα ενήλκη ζωή είναι η σχέση που είχε το παιδί με τον εκλειπών αλλά και το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε μετά το γεγονός της απώλειας (LueckenL. J. 2000). Έτσι λοιπό, μπορούμε να πούμε πως η απώλεια γονιούστη παιδική ηλικία σχετίζεται με παθογενή ψυοκοινωνικά χαρακτηριστικά στην ενήλικη ζωή, μόνο εάν η σχέση με τον εναπομείναντα γονιό ήταν φτωχή. Οι Olhund & Hultman (1992), Greenberg & Wolf (1982), Felitti (1993), Naidoo & Pillay (1993), Mireault & Bond (1992), έχουν συνδέσει την πρώιμη απώλεια ενός γονιού με την ανάπτυξη κατάθλιψης, άλλων διαφόρων μορφών ψυοπαθολογίας, χαμηλοτερο επίπεδο εκπαίδευσης, παχυσαρκία, αυτοκαταστροφικών ιδεών, αυξημένη αίσθηση αδυναμίας/ευαλωτότητας, συζυγικής ανικανοποίησης, στη ενήλικη ζωή. Παρόλα αυτά πολλές από αυτές τις έρευνες είναι ατελείς (LueckenL. J. 2000).
Από την άλλη, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, βρέθηκε πως, άτομα τα οποία έχασαν το πατέρα ή την μητέρα τους (από θάνατο) στη παιδική ηλικία και βίωσαν τα ίδια επίπεδα κοινωνικής υποστήριξης με άτομα τα οποία αποχωρίστηκαν απλά από τη μητέρα ή το πατέρα στη παιδική ηλικία (λόγω π.χ διαζυγίου), ανέφεραν μεγαλύτερα επίπεδα ικανοποίησης από την λήψη κοινωνικής υποστήριξης σε σχέση με τους δεύτερους (FukuramaT., YokouchiT., HiraiT., KitamuraT. & TakahashiK. 1999)
‘’Υποστήριξη στο παιδί που πενθεί’’
Η μέχρι τώρα έρευνα έχει δείξει, πώς δεν χρειάζονται ή δεν μπορούν να επωφεληθούν όλα τα παιδιά τα οποία πενθούν από μια συμβουλευτική διαδικασία. Στη πραγματικότητα, πολλά παιδιά τα οποία πενθούν, τα βγάζουν πέρα πολύ καλά, χωρίς κάποια ιδιαίτερη παρέμβαση. Παρόλα αυτά, τα παιδιά τα οποία χάνουν έναν γονιό, προφανώς και υποφέρουν και έχουν να αντιμετωπίσουν πολλές και δύσκολες καταστάσεις. Η θλίψη τους αυτή, λειτουργεί ως πόλος έλξης της φροντίδας μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων όπως δάσκαλοι, συγγενείς, επαγγελματίες υγείας, φίλοι (Worden 1996).
Ο ακριβής προσδιορισμός των βασικών αναγκών των παιδιών τα οποία πενθούν, σε συνδιασμό με την εκπαίδευση από πολύ μικρή ηλικία μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά για ένα παιδί το οποίο βιώνει μια απωλεια και να ελαχιστοποιήσει την πιθανότητα ανάπτυξης σοβαρότερων διαταραχών και προβλημάτων (Worden 1996).
Στο κεφάλαιο που ακουλουθεί κάνουμε μια αναφορά σε τρόπους και προσεγγίσεις παρέμβασης για το παιδί που πενθεί.
4.1-Ανάγκες του παιδιού που πενθεί
Σύμφωνα με την ChildBereavementStudy, έχει βρεθεί πως η διαδικασία προσαρμογής ενός παδιού στο θάνατο του γονιού του ποικίλει (Worden 1996).H υποστήριξη του παιδιού το οποίο πενθεί πρέπει να αρχίσειαπό την στιγμή του θανατου ή και αν είναι δυνατόν και νωρίτερα (NussbaumerAn. & RussellR.I.R 2003). Οι Fox (1988), Rando (1984), Rosen (1986) & Scherago (1987) εντοπίζουν τα στάδια για παρέμβαση σε ένα φυσιολογικό πένθος ενός παιδιού ως εξής:
- Προσαρμογή της παρέμβασης στο ανπτυξιακό στάδιο του παιδιού
- Ορισμός των συναισθημάτων αλλά και των σκέψεων για την απώλεια
- Κατανόηση των αιτιών του θανάτου
- Άδεια και δυνατότητα για θρήνο
- Ενθάρρυνση της έκφρασης των συναισθημάτων
- Ενθάρρυνση του παιχνιδιού ως τρόπος μετουσίωσης της θλίψης
- Εντοπισμός και αποθάρρυνση των σκέψεων εκείνων οι οποίες προκαλούν αισθήματα ενοχής (HeineyS. 1991).
Παρακάτω προσπαθούμε να ομαδοποιήσομε τα όσα συναντήσαμε στη βιβλιογραφία για μια ορθή και αποτελεσαμτική παρέμβαση για το παιδί το οποίο πενθεί.
4.2-Ενημέρωση για τον θάνατο
Ένα από τα πρώτα πράγματα για τα οποία θα πρέπει να μεριμνήσει όποιος θέλει να βοηθήσει ένα παιδί να αντιμετωπίσει ένα θάνατο ενός αγαπημένου του προσώπου όπως οι γονείς ή τα αδέλφια, είναι η ενημέρωση για τον θάνατο. Τα παιδιά πρέπει να ενημερώνονται με σαφήνεια αλλά και ειλικρίνεια για τον θάνατο τον οποίο αντιμετωπίζουν ή πρόκειται να αντιμετωπίσουν.Ο ορισμός ο οποίος θα επιλεθεί ν δοθεί για τον θάνατο θα πρέπει να είναι το δυνατόν απλούστερος και λεπτομεριακός. Πολλές φορές μάλιστα είναι πολύ βοηθητικό να μιλά κανείς στο παιδί για το θάνατο από πιο μικρές ηλικίες, παίρνοντας κάθε φορά ως αφορμή την απώλεια ενός πιο μακρινού συγγενούς ή φιλικού προσώπου ή την απώλεια/θάνατο ενός κατοικιδίου. Όλο αυτό μπορεί να λειτουργήσει βοηθιτικά και να εξοικιώσει το παιδί με το γεγονός του θανάτου και καά συνέπεια να αντιμετωπίσει καλύτερα την απώλεια ενός γονέα ή ενός αδελφού. Βέβαια, όλο αυτό εξαρτάται από το γνωστικό επίπεδο του παιδιού και την ικανότητα του α διαειρίζεται και να κατανοεί έννοιες όπως ‘’μη αναστρεψιμότητα’’ ή ‘’οριστικότητα’’ (CorrC. 1986. WordenW.J. 1996).
Τα παιδιά πρέπει να προετοιμάζονται και να διαχειρίζονται το πένθος τους όπως και οι ενήλικες.έτσι λοπόν, εάν υπάρχει η δυνατότητα να αποχαιρετίσει τον γονέα ή τον αδελφό ο οποίος πρόκειται να πεθάνει, αυτό πρέπει να ενθαρυνθεί, εφόσον βέβαια είναι σίγουρο πως το πρόσωπο αυτό θα είναι σε θέση να είναι καθυσηχαστικό, ευαίσθητο και να ικανό να ανταποκριθεί με αγάπη στο παιδί (BremnerIs. 2007).
Για να γίνει μια σωστή ενημέρωση στα παιδιά πρέπει να αρχίσοθμε να μιλάμε σε αυτά αρικά για αυτά τα οποία θέλοθν να μάθουν, για αυτά που πρέπει να καταλάβουν και για αυτά τα οποία είναι σεθέση να κατανοήσουν.Είνα ιπολύ σημαντικό να το κάνουμε αυτό διαφορετικά το παιδί, στη προσπάθεια του να καταλάβει πλάθει με τη φαντασία του σενάρια για να καλύψει τα γνωστικά κενά τα οποία σχετίζονται με το γεγονός του θανάτου. Και κάτι τέοτοιο μπορεί να επιφέρει μεγάλες δυσκολίες στη συνέχεια (ενοχές , φοβίες κτλ). Πρέπει επίσης να τους δίνεται η δυνατότητα να απαντούν και σε όσα τους λέγονται, να ρωτούν, να αμφισβητούν, να τους δίνονται επεξηγήσεις. Ειδάλλως η επικοινωνία θα είναι ελλιπής (BremmerIs. 2007. CorrC. 1986. NussbaumerAn. & RussellR.I.R. 2003 WordenW.J 1996).
Η γλώσσα η οποία θα επιλεγεί για να δοθούν στο παιδί εξηγήσεις, θα πρέπει να είνα απλή, κατανοητή και να συμβαδίζει με το γνωστικό επίπεδο του παδιού.Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σαφείς όροι και λέξεις (π.χ καρκίνος, aids, πέθανε, θάνατος). Ευφημισμοί (π.χ έφυγε, κοιμήθηκε κτλ.) θα πρέπει να αποφεύγονται γιατί υπάρχει κίνδυνος να μπερδέψουν το παιδί και να το οδηγήσουν σε λάθος συμπεράσματα (NussbaumerAn. & RussellR.I.R. 2003).
4.3-Διατήρηση της μνήμης του νεκρού
Άλλο ένα θέμα το οποίο για το οποίο θα πρέπει να μεριμνήσει όποιος ασχοληθεί με την διαχείριση του πένθους ενός παιδιού το οποίο έχει χάσει έναν γονιό ή έναν αδελφό, είναι και η ενίσχυση της διατήρησης της μνήμης του εκλειπόντα. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους:
- Συμμετοχή στα τελετουργικά μνήμης: Από την επιθανάτια τελετή μέχρι και όλα τα τελετουργικά τα οποία γίνονται εις μνήμη του νεκρού, όποια και αν είναι αυτά, τα παιδιά μπορούν και α έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται τόσο στον προγραμματισμό όσο και στην τέλεση τους. Τέτοιες τελετε΄ς βοηθούν τα παιδιά ούτως ώστε να διατηρήσουν ζωντανό στη μνήμη τους το αγαπημένο τους πρόσωπο. Βέβαια δεν θα πρέπει σε καμμία περίπτωση να αναγκάζεται το παιδί να συμμετέχει σε κάτι τέτοιο παρά τη θέλεηση του. Συστήνεται απλή ενθάρρυνση (NussbaumerAn. & RussellR.I.R. 2003).
- Αντικείμενα του εκλειπόντος: Ένας πολύ καλός τρόπος για να διατηρηθεί ζωντανή στη μνήμη του πενθούντος παιδιού η εικόνα του αγαπημένου του είναι η δυνατότητα να μαζέψει προσωπικά αντικείμενα και φωτογραφίες του νεκρού. Όλα αυτά συμβάλλουν σημαντικά στο να θυμίζουν στο παιδί ‘’ποιος ήταν’’ ο νεκρός αλλά και να μένει ζωντανή στη μνήμη τους η σχέση τους με αυτόν (WordenW.J. 1996).
- Συζήτηση των αναμνήσεων: Πολύ σημαντίκό επίσης είναι να δινεται στο παιδί η δυνατότητα να συζητά τις αναμνησεις που είχε από τον αποθανώντα με τα άλλα μέλη της οικογένειας. Ακόμα και αν έχει πεθάνει ο γονέας και ο έτερος γονιός έχει ξαναπαντρευτεί τοπαιδί θα πρέπει εξίσου να έχει την δυνατότητα να συζητά για το πρόσωπο που έφυγε παράλληλα με το να προσπαθεί να προσαρμοστεί με το καινούριο πρόσωπο (WordenW.J. 1996).
- Δραστηριότητες στη μνήμη του νεκρού:Στη προσπάθεεια διατήρησης ζωντανής της μνήμης του νεκρού, μπορούμε να ενθαρύνουμε το παιδί ώστε να προβεί σε δραστηριότητες οι οποίες θα το βοηθήσουν να κρατήσει στη μνήμη του ζωντανό το πρόσωπο που έφυγε. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει φυτεύοντας ένα δέντρο στη μνήμη του νεκρού, δημιουργώντας ένα φωτγραφικό άλμπουμ με φωτογραφίες του αγαπημένου τους προσώπου, γράφοντας του ένα γράμμα κτλ.Υπάρουν πολλά πράγματα που μπορούν να γίνουν στη μνήμη του αγαπημένου τους (CorrC. 1986)
4.4-Πότε χρειάζεται παρέμβαση του ειδικού
Όπως είδαμε, δεν χρήζουν όλα τα παιδιά ανάγκης παρέμβασης κάπου ειδικού κατά τη διάρκεια του πένθους τους. Παρόλα αυτά υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες η συμβολή ενός επαγγελματία ψχυικής υγείας κρίνεται απαραίτητη. Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένες συμπεριφορές παιδιών που πενθεί οι οποίες εάν τείνουν να συμβαίνουν για κάποιο μεγάλο χρονικό διάστημα, καθιστούν αναγκαία τη παρέμβαση ενός ειδικού:
- Εάν το παιδί παρουσιάζει δυσκολίες στο να μιλήσει για τον νεκρό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μέχρι ενός σημείου κάτι τέτοιο μπορεί να θεωρείται φυσιολογικό. Η επιμονή όμως σε μια τέτοια συμπεριφορά καλό είναι να ελέγχεται.
- Η επιθετική συμπεριφορά. Παρόλο που είναι συχνό φαινόμενο ένα παιδί το οποίο πενθεί να φέρεται επιθετικά, αν αυτή η συμπεριφορά συνείζεται ή μετατρέπεται σε άλλες μορφές επιθετικότητας όπως π.χ η καταστροφή ιδιοκτησίας, τότε θα πρέπει να παρεμβαίνει κάποιος ειδικός.
- Άγχος. Αν και αυτό είναι συχνό φαινόμενο, το παρατεταμένο άγχος, αν δεν μειώνεται με την πάροδο του χρόνου και το παιδί αγγιστρώνεται στον εν ζωή γονέα φοβούμενο μην πεθάνει και αυτός ή παρουσιάζει άγχος στις κοινωνικές του συναναστροφές όπως το να πάει σχολείο, είναι σημάδι προς εξέταση.
- Η σωματοποίηση του πένθους είναι επίσης συχνό φαινόμενο.Πολλά παιδιά τα οποία πενθούν αναφέρουν στομαχόπονους, πονοκεφάλους κτλ. Παρόλα αυτά,έστω και για προληπτικούς λόγους κάτι τέτοιο θα πρέπει να αξιολογείται.
- Δυσκολίες ύπνου, οι οποίες διαρκούν πολλούς μήνες.
- Διατροφικές διαταραχές που επιμπενουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
- Κοινωνική απόσυρση.
- Μαθησιακές δυσκολίες και δυσκολίες στο σχολείο οι οποίες διαρκούν για πολύ.
- Η επίμονη τάση αυτοκατηγορίας και οι ενοχές για τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου.
- Επιθυμία να πεθάνει κια το ίδιο και εμφάνιση αυτοκαταστρπτικών συμπεριφορών θα πρέπει επίσης να ελέγχνται άμεσα (WordenJ. W. 1996).
Παιδί το οποίο εμφανίζει οποιαδήποτε από τις παραπάνω συμπεριφορές λοιπόν, θα πρέπει να προσέχεται ιδιαίτερα και να αξιολογείται από κάποιον ειδικό.
4.5-Σκοπός της παρέμβασης
Σκοπός όλων αυτών των διαδικασιών και παρεμβάσεων, είναι να δείξουμε εν τέλει στο παιδί το οποίο πενθεί, ότι η ζωή του δεν θα πάψει να είναι ‘’μια καλή και γεμάτη αγάπη ζωή’’.Για πολλά παιδιά, το να πεθάνει ένας δικός τους άνθρωπος όπως ο γονιός ή ο αδελφός, συνεπάγεται και το τέλος της ευτυχίας στη ζωή του(CorrC. 1986).
Στόχος λοιπόν του κάθε εμπλεκομένου με αυτά τα παιδιά, είναι να βρει τους κατάλληλους τρόπους ώστε να βοηθήσει το παιδί που πενθεί να συνεχίσει να έχει μια ικανοποιητική, παραγωγική και ευτυχισμένη ζωή.
Τα παιδιά πενθούν όπως ακριβώς και οι ενήλικες. Μπορεί οι τρόποι με τους οποίους εκφράζουν το πένθος τους να διαφέορυν σε πολλά σημεία από αυτούς των ενηλίκων, μπορεί το γνωστικό τους επίπεδο να μην τους επιτρέπει να επεξεργαστούν με την ίδια ταχύτητα και την ίδια αποτελεσματικότητα όρους όπως ο θάνατος ή η απώλεια, παρόλα αυτά και τα παιδιά, πενθούν. Και στο πένθος τους αυτό χρειάζονται όπως και ο οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος στήριξη, αγάπη, κατανόηση και πάνω από όλα απαντήσεις.
Προβληματιστήκαμε αρκετά για να βρούμε έναν κατάλληλο επίλογο για την διπλωματική μας αυτη εργασία. Αν και ψάξαμε πολύ, δεν βρήκαμε τίποτα πληρέστερο και ιδανικότερο για κλείσουμε το κείμενο μας αυτό, από τις επτά οδηγίες του CorrC. (1986), τις οποίες δίνει προς όσους μιλούν ή φροντίζουν παιδιά που αντιμετωπίζουν το θάνατο ενός αγαπημένου τους προσώπου, και τις οποίες ‘’κλέβουμε’’ από το corpus του μαθήματος ‘’339:Ψυχολογία του Θανάτου και του Πένθους’’ της κας. Παπαληγούρα Ζ., το οποίο παρακολουθήσαμε το Εαρινό Εξάμηνο του 2009-2010, και το οποίο στάθηκε η αφορμή για το θέμα της παρούσης εργασίας μας. Τις παραθέτουμε λοιπόν παρακάτω, συνοπτικά:
- Δεν είναι τόσο σημαντικό να αναζητούμε σωστές απαντήσεις στα ερωτήματα των παιδιών για το θάνατο όσο σημαντική είναι η σέση που δημιουργούμε μαζί τους.
- Πίσω από μια ερώτηση που μας κάνει το παιδί μπορεί να κρύβονται βαθύτερες ανησυχίες κια προβληματισμοί. Πρέπει να είμαστε σε θέση να τις εντοπίσουμε και να ανταποκριθούμε σε αυτές.
- Να είμαστε παρατηριτικοί στους μη λεκτικούς και στους συμβολικούς τρόπους επικοινωνίας του παιδιού.
- Να έχουμε ιδιαίτερη υπομονή με τα παιδιά τα οποία πενθούν. Μπορεί να επαναλαμβάνουν τα ίδια ερωτήματα ξανά και ξανά ακόμη και σε ακατάλληλες στιγμές.Κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει γιατί ίσως φοβάται την απάντηση.
- Να είμαστε ειλικρινείς. Παρόλα αυτά δεν ρειάζεται να λέμε όλα όσα ξέρουμε. Να λέμε στο παιδί όλα όσα ζητάει να μάθει εκείνη τη στιγμή, αναλογιζόμενοθ πάντα την ηλικία και το γνωστικό τους επίπεδο.
- Οι απαντήσεις μας να είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες του κάθε παιδιού. Δεν υπάρχουν τυποποιημένες απαντήσεις.
- Να μοιραζόμαστε με τα παιδιά τις γνώσεις μας γύρω από τα θέματα της ζωής και του θανάτου. Να μοιραζόμαστε εμπειρίες αλλά και τις αδυναμίες και την απόγνωση μας. Να τολμούμε να πούμε ‘’δεν ξέρω’’.Κανένας δεν μπορεί να έχει μια απάντηση για όλα, πόσο μάλλον για τον θάνατο.
- Τέλος, μπροστά σε παιδιά που αισθάνονται ότι χάνουν το κόσμο, το σημαντικότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να είμαστε εκεί για αυτά το δυνατότερο διαθέσιμοι.
Η εργασία μας αυτή, είναι κατά βάσει βιβλιογραφική. Έτσι δεν ήρθαμε σε επαφή με κόσμο για την περάτωση της. Το μόνο πρόσωπο το οποίο θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε, είναι η επόπτρια μας , κα. Ζαϊρα Παπαληγούρα, η οποία από την πρώτη στιγμή δέχτηκε να μας αναλάβει, και ήταν παρούσα ανά πάσα στιγμή, τροφοδοτώντας μας με υλικό το οποίο δεν μπορούσαμε να βρούμε και απαντώντας σε όλα τα ερωτήματα μας δίνοντας μας έτσι τη δυνατότητα να συνεχίσουμε.
Θα θέλαμε επίσης να αναφερθούμε στη συμβολή του μαθήματος ‘’740:Ανάπτυξη του παιδιού στη βρεφική και νηπιακή ηλικία’’ του Χειμερινού Εξαμήνου 2010-2011, μέσω των εργασιών του οποίου μάθαμε τρόπους αναζήτησης πηγών αλλά και το τρόπο συγγραφής μιας εργασίας.
Aboutyouth.gr (2010). Τι είναι το πένθος. Διαθέσιμο: http:/aboutyouth.gr. Ανασύρθηκε 10/3/2011.
American Psychiatric Association (2000). Diagnosis and statistical manual of mental disorders (4th ed.).Washington, DC.
Baque, M.F. (2001). Πένθος και υγεία: Άλλοτε και σημερα. Αθήνα : Θυμάρι.
Baum, H. (2003). Η γιαγιά πήγε στον ουρανό; Το παιδί και ο θάνατος. Διαχείριση του πένθους. Αθήνα: Θυμάρι.
Bremner, I. (2007). Reactions to loss. Medicine, 36:2, 114-117.
Buckley, T., McKinley, S., Tofler, G. & Bartrop, R. (2010). Cardiovascular risk in early bereavement: A literature review and proposed mechanism. International Journal of Nursing Studies, 47, 229-238.
Corr,, C. (1984). Ψυχολογικήπροσέγγισηατόμωνμεκαρκίνο. Ιn Αναγνωστόπουλος, Φ. & Παπαδάτου, Δ., Το πένθος στα παιδιά (σελ.89-95). Αθήνα: Φλόγα.
Dowdney, L. ( 2005). Children bereaved by parent or sibling death. Bereavement, 4:9, 118-122.
Dowdney, L. ( 2008). Children bereaved by parent or sibling death. Normal and Abnormal Development, 7:6, 270-274.
Furman, E. (1984). Childhood and death. In H. Wass & C.A.Corr (Eds.), Children’s Patterns in Mourning the Death of a Loved One (σελ. 185-203). Washington: Hemisphere Publishing Corporation.
Furukawa, T., Yokouchi, T., Hirai, T., Kitamura, T. & Takahashi K. (1999). Parental loss in childhood and social support in adulthood among psychiatric patients. Journal of Psychiatric Research, 33, 165-169.
Heiney, S., P. (1991). Sibling grief: A case Report. Archives of Psychiatric Nursing, 3, 121-127.
Holaday, B. (1995). Young children’s experiences of sibling death. Journal of Paedriatic Nursing, 10, 72-79.
Hung, N., & Rabin, L., A. (2009). Comprehending childhood bereavement by parental suicide: A critical review of research on outcomes, grief processes, and interventions. Death Studies, 33, 781–814.
Ithe.gr (2011).ΠαιδίκαιΠένθος. Διαθέσιμο: http:/www.ithe.gr. Ανασύρθηκε: 8/3/2011.
Luecken, L., J. (2000). Attachment and loss experiences during childhood are associated with adult hostility, depression and social support. Journal of Psychosomatic Research, 49, 85-91.
Merimna.org (2011).Τοπένθοςσταπαιδιά. Διαθέσιμο: http:/ www.dikepsy.gr. Ανασύρθηκε: 20/3/2011.
Moody, R. Jr. & Arcangel, D. (2005). H ζωή μετά την απώλεια. Αθήνα: Εκδ. Διόπτρα.
Nussbaumer, A. & Russell, R., I., R. (2003). Bereavement support following sudden and unexpected death in children. Current Paediatrics, 13, 555-559.
Register, D., M. & Hilliard, R., E. (2007). Using Orff-based techniques in children’s bereavement groups: A cognitive-behavioral music therapy approach. The Arts in Psychotherapy, 35, 162-170.
Ross, K. E. (1997). On Death and Dying. New York Scribner: Νew York.
Schonfeld, D., J. ( 1993). Talking with children about feath. Journal of Pediatric Health Care, 7, 269-274.
Stevenson, R. (2006). Ο ρόλος του σχολείου στην υποστήριξη παιδιών που έρχονται αντιμέτωπα ε το πένθος και το θρήνο. Πρακτικά Συμποσίου: Όταν η αρρώστια και ο θάνατος αγγίζουν τη σχολική ζωή. Επι. Νίλσεν, Μ. & Παπαδάτου, Δ., (1998) Αθήνα: Μέριμνα.
Thomas, D. & Woods, H. (2008) Νοητική Καθυστέρηση, θεωρία και πράξη. Επιμ. Ζώνιου-Σιδέρη, Α. & Ντεροπούλου-Ντέρου, Ε. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Wass, H. & Cason, L. (1984). Childhood and death. In H. Wass & C.A.Corr (Eds.), Fears and Anxieties about Death (σελ 25-45). Washington: Hemisphere Publishing Corporation.
Wilson, R. & Elliman, D. (2008). Role of the paediatrician in a bereavement care programme for children. Paediatrics and Child Health, 18:9 , 432-434.
Worden, J. W. (1996). Children and Grief : When a parent dies New York.: The Guilford Press.
Αγοραστός, Δ. (2010). Διαθέσιμο: http:/www.psychologein.sciblogs.net. Ανασύρθηκε: 10/3/2011.
Μίττλετον, Χ. (2009). Το πένθος σαν ασθένεια. Δαθέσιμο: http://www.iator.gr. Ανασύρθηκε: 25/2/2011.
Ράλλη, Ε. (2006). Στηρίζοντας παιδιά που θρηνούν και συζητώντας μαζί τους για το θάνατο. Πρακτικά Συμποσίου. Όταν η αρρώστι,α και ο θάνατος αγγίζουν τη σχολική ζωή. Επιμ. Νίλσεν, Μ. & Παπαδάτου Δ., (1998). Αθήνα: Μέριμνα.