Αναλογίσου Άνθρωπε. Γύρνα πίσω τη σκέψη σου και δες. Δες τις τελευταίες μέρες της ζωής σου. Για ποια πράγματα μερίμνησες. Για ποια προβλήματα, το έστυψες το μυαλό σου, και ξανά και ξανά, για να βρει μία κάποια λύση; Με ποια θύμηση έκλεισες τα μάτια σου το βράδυ, και τι έφερες ξανά στο νου, αμέσως το επόμενο πρωί;
Ήταν οι φίλοι σου; Ήταν ο άνθρωπος σου; Ήταν οι άλλοι γύρω σου; Ήταν ο έλεγχος του δικού σου εαυτού, ο πόλεμος στα πάθη σου; Ήταν οτιδήποτε, πιο ευαίσθητο σε κάνει σαν άνθρωπο, απέναντι στο πόνο του διπλανού σου, ή πιο ζωντανό στη σχέση σου με το πρόσωπο;
Εάν ναι Άνθρωπε, τότε σε ζηλεύω. Σε ζηλεύω, γιατί έχεις το νόημα πιάσει. Σε ζηλεύω γιατί το χωράφι το οποίο κάτω από τον ίδιο ουρανό οργώνεις, θα τους δώσει, παρά τη κόπωση τους καρπούς του. Θα το δείς.
Αν από την άλλη όμως, άψυχα ήταν χρήματα, και δουλειές και υποχρεώσεις, και μέριμνες που πρέπει να τακτοποιηθούν και δυσκολίες μόνο, τότε το έχουμε πιάσει λάθος Άνθρωπε. Και εσύ και εγώ, το έχουμε πιάσει λάθος. Και αυτά καλά και αναγκαία και πρέπει και να γίνουνε. Όχι όμως όπως το πιάσαμε εμείς. Γι’ αυτό και όταν θερίζουμε, άγχος παίρνουμε και θλίψεις.
Γιατί την Μάρθα μιμηθήκαμε Άνθρωπε, ξεχνώντας πως και η Μαρία, έμεινε χορτάτη.
Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος
Ψυχολόγος M.Sc