Από αγάπη πάντοτε κινούμενος, ήθελε μόνο να προσφέρει.
Και για να ευχαριστήσει τους ανθρώπους του, πρωί ξύπνησε, πρωί πολύ και ξύλα πήγε να τους κόψει. Και γύρισε χαρούμενος την πρώτη την ημέρα, γιατί είχε κόψει είκοσι κορμούς. Και χάρηκαν πολύ, όλοι οι δικοί του. Και μπράβο πολλά άκουσε.
Και ξύπνησε και τη μέρα τη δεύτερη, και πάλι με την ίδια και μεγαλύτερη όρεξη πήγε για δουλειά. Και όμως σαν σουρούπωσε, μόνο δεκαεφτά ήταν οι κορμοί που έφερε στο σπίτι. Οι άνθρωποι του, μπράβο πάλι του είπανε. Αυτός στεναχωρέθηκε όμως αρκετά…
Και πείσμα τό βαλε, την μέρα την τρίτη, και πιο νωρίς ξεκίνησε, και με πάθος μεγαλύτερο δέντρα άρχισε να κόβει. Σαν πάλι όμως βράδιασε, δέκα μόνο οι κορμοί που έφερε στο σπίτι.
Και τέταρτη, και πέμπτη και μέρα δέκατη, παρά την όποια την προσπάθεια, όλο και λιγότερα τα ξύλα ήτανε, που μπορούσε στους ανθρώπους, τους δικούς του να προσφέρει.
Και στεναχώρια πολλή τον έπιασε, γιατί όλα τα έκανε σωστά. Και ώρες, και πάθος, και δύναμη έβαζε, από όλα.
Και έτσι καθώς λυπημένος, σκεπτικός καθότανε, γέροντας ένας κάποιος τον πλησίασε. Του είπε γιατί στεναχωρημένος ήταν. Δεν μίλησε ο γέροντας. Φεύγοντας απλά μια συμβολή του άφησε. ‘’Να μην ξεχνάς, το τσεκούρι’’, έτσι του ‘πε, ‘’να ακονίζεις’’.
Ξεχνάμε Άνθρωπε…
Όλα σωστά τα κάνουμε. Μα ξεχνάμε το τσεκούρι να ακονίζουμε καλά.
Και είναι το ερώτημα…
Ποιο είναι, για τον καθένα, το τσεκούρι;
Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος
Ψυχολόγος M.Sc.