Μέχρι τώρα φοβόμασταν, από τώρα και στο εξής θα ελπίζουμε.
Victor Frankl, 1905-1997, Αυστριακός νευρολόγος & επιζήσας του ολοκαυτώματος
Πρόσφατα, έπεσε στα χέρια μου μια έρευνα, δημοσιευμένη σε γνωστή εφημερίδα, η οποία ανέφερε πως τα ποσοστά άγχους στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί δραματικά. Στην έρευνα αυτή, αναφέρονταν επίσης, και οι λόγοι για τους οποίους έχουμε φτάσει σε αυτή τη κατάσταση, με πιο σημαντικό την αβεβαιότητα την οποία βιώνουμε όλοι αυτή τη στιγμή στη χώρα μας, τόσο σε σχέση με τα οικονομικά μέτρα τα οποία όλο και πιο δυσβάσταχτα γίνονται, όσο και σε σχέση με το το καταρρέον από παντού πολιτικό σύστημα. Οφείλω βέβαια να ομολογήσω πως έχω τις αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα ερευνών δημοσιευμένων σε τέτοιου είδους φυλλάδες και το κατά πόσο οι αριθμοί τους ανταποκρίνονται πλήρως στη πραγματικότητα, παρόλα αυτά δε θεωρώ πως το γεγονός, σαν γεγονός, μπορεί να τεθεί υπό πλήρη αμφισβήτηση. Παίρνοντας λοιπόν αφορμή από την έρευνα αυτή, θα ήθελα να καταθέσω και τη δική μου προσωπική άποψη επί του θέματος.
Μιλώντας λοιπόν, από προσωπική εμπειρία πλέον, η κατάσταση στην Ελλάδα μοιάζει με καζάνι που βράζει. Λίγο πολύ, δε θεωρώ ότι υπάρχει νοήμων πολίτης αυτής της χώρας που να μην έχει καταλάβει ‘’το τι παίζει’’ γύρω του. Νέοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το σκληρότερο πρόσωπο της ανεργίας καθημερινά. Συνταξιούχοι βλέπουν τους κόπους χρόνων να περικόπτονται μέρα με τη μέρα, και εργαζόμενοι έχουν πάψει να παλεύουν για μια καλύτερη ζωή και να αγωνίζονται πλέον για την επιβίωση, για ένα κομμάτι ψωμί στη κυριολεξία. Σαφώς και δεν είναι η πρώτη φορά που οι Έλληνες περνάμε δύσκολα. Σαφώς και δεν είναι η πρώτη φορά που φλερτάρουμε με σενάρια καταστροφής και εξαθλίωσης. Και στο παρελθόν σαν λαός, έχουμε περάσει πείνες, πτωχεύσεις, πολέμους, λοιμούς και καταστάσεις τόσο άσχημες και δύσκολες που δεν υπάρχουν λέξεις να τις περιγράψει κανείς. Υπάρχει όμως μια ειδοποιός διαφορά. Είναι από τις ελάχιστες φορές κατά την ταπεινή μου άποψη, που ‘’τα δύσκολα’’ ήρθαν τόσο απότομα, με τόσο έντονο και βίαιο τρόπο, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα περνώντας από μια κατάσταση (έστω και φαινομενικής) ευημερίας, πλούτου και καλοπέρασης σε μια κατάσταση οριακής εξαθλίωσης και συνεχούς κινδύνου. Κανένας δεν ήταν έτοιμος, κανένας ίσως δεν περίμενε ότι θα εξελιχθούν έτσι τα πράγματα. Και κατά συνέπεια κανένας δεν είχε το χρόνο να προετοιμαστεί,να επεξεργαστεί, να αποδεχτεί. Βρεθήκαμε λοιπόν, από εκεί που πίναμε σαμπάνια στο κρουαζιερόπλοιο, να παλεύουμε με τα κύματα στην μέση ενός φουρτουνιασμένου ωκεανού.
Όπως είναι λοιπόν φυσικό, μια τέτοια κατάσταση φόβου και αβεβαιότητας, είναι το πιο εύφορο έδαφος για να ευδοκιμήσει το άγχος, με οποιαδήποτε μορφή και αυτό με τη σειρά του, όταν θα έχει ωριμάσει πλέον ικανοποιητικά, να φέρει στην επιφάνεια ένα σωρό ‘’καλούδια’’ από την μεγάλη και αστείρευτη γκάμα της ψυχοπαθολογίας. Η όλη κατάσταση μοιάζει να μπάζει από παντού. Έχοντας φτάσει λοιπόν σε αυτό το σημείο, καθυστερημένα έστω, τίθεται το εξής ερώτημα. ‘’Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για αυτό;’’
Καθόλη τη διάρκεια της ζωής μας, ο καθένας από μας έρχεται αντιμέτωπος με πολλά προβλήματα και δυσκολίες άλλοτε μεγαλύτερα και άλλοτε όχι τόσο σημαντικά. Είναι φορές, που υπάρχουν τρόποι να τα αποφύγουμε, είναι φορές που υπάρχουν τρόποι να τα αντιμετωπίσουμε χωρίς να χρειαστεί να τα υπομείνουμε για μεγάλο διάστημα. Είναι όμως και φορές, που μπροστά στην δυσκολία, ο άνθρωπος μοιάζει αδύναμος, αβοήθητος, σαστισμένος, ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε. Τι γίνεται λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις;
Καλώς ή κακώς, αδυνατούμε να ελέγξουμε τον κόσμο. Καλώς ή κακώς αδυνατούμε να λύσουμε, το οποιοδήποτε πρόβλημα. Καλώς η κακώς, δεν γνωρίσουμε την απάντηση για τα πάντα. Και αυτό μας αγχώνει. Και αυτό μας φοβίζει. Και αυτό μας καταβάλλει. Και αυτό μας σκοτώνει την ελπίδα. Αυτό που μπορούμε όμως να κάνουμε, είναι το πώς θα τοποθετήσουμε τη συγκεκριμένη δυσκολία στο μυαλό μας. Πως θα την επεξεργαστούμε. Πως θα την αιτιολογήσουμε… Ναι, η δυσκολία είναι εκεί, και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Ναι, η δυσκολία έχει φέρει τα πάνω-κάτω σε πολλά από τα μέχρι τώρα δεδομένα μας, και ούτε αυτό μπορεί να αλλάξει. Μπορεί όμως να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο θα την δουλέψουμε εμείς. Είναι δική μας επιλογή αν θα την αφήσουμε να μας πάρει και τα τελευταία απομεινάρια ενός αλλοτινού δυνατού εαυτού μας. Είναι δική μας επιλογή αν θα την αφήσουμε να μας σκοτώσει την ελπίδα. Είναι δική μας επιλογή αν θα τη χρησιμοποιήσουμε για να σφίξουμε τα δόντια και με πόνο, αίμα και ιδρώτα ξεκινήσουμε να παλεύουμε για κάτι καλύτερο, για ένα πιο ευοίωνο αύριο. Σε μια προσέγγιση στη Ψυχολογία, υπάρχει το εξής παράδειγμα: ‘’Δύο άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους. Ο ένας δεν μπορεί να το αντέξει και πέφτει σε κατάθλιψη. Ο άλλος, το βλέπει σαν ευκαιρία για ένα καινούριο ξεκίνημα… ’’Σίγουρα, θα διαφωνήσει κανείς, πως η ελπίδα δεν σου γεμίζει το στομάχι, ούτε τη δόση για το δάνειο σου πληρώνει. Σύμφωνοι…Είναι όμως μια καλή αρχή… Ας μην αφήνουμε λοιπόν καμία δυσκολία, κανένα πρόβλημα, καμία κατάσταση να μας πάρει το τελευταίο πράγμα που μας έχει μείνει… Την ελπίδα…
Ταξιδεύοντας μια φορά με το τρένο, έτυχε να καθίσω με μια φίλη, που παρά τις δυσκολίες που είχε περάσει στη ζωή της (και είχε περάσει τόσο πολλές, που θα έκαναν και τον πιο ψύχραιμο να σαστίσει), συνέχιζε να χαμογελάει… Όταν λοιπόν τη ρώτησα, πως καταφέρνει κάτι τέτοιο, μου απάντησε : ‘’…Όταν πιάνει δυνατός άνεμος, κάποιοι χτίζουν κάστρα να κρυφτούν…Κάποιοι άλλοι όμως, χτίζουν ανεμόμυλους…’’